πάσας

πάσας
πάσᾱς , πάσσω
sprinkle
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
πάσσω
sprinkle
aor ind act 2nd sg (homeric ionic)
πάσᾱς , πᾶς
papa
fem acc pl (doric)
πάσᾱς , πᾶς
papa
fem gen sg (doric)
πά̱σᾱς , πᾶς
papa
fem acc pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πάσας προσφέροντε μηχανάς. — πάσας προσφέροντε μηχανάς. См. Все пружины в ход пустить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πασάς — Όνομα 2 μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί που υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Οινουσών της Χίου. 2. Νησί κοντά στη Χαλκίδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκιδέων. * * * ο 1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βόρεια Αφρική) τιμητικός τίτλος …   Dictionary of Greek

  • πασάς — ο (λ. τουρκ.), στρατιωτικός ή πολιτικός βαθμοφόρος στην Τουρκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… …   Dictionary of Greek

  • Δράμαλης, Μαχμούτ πασάς — (Δράμα 1780; – Κόρινθος 1822). Τούρκος στρατηγός στην εποχή της Επανάστασης του 1821. Ανατράφηκε στα ανάκτορα του σουλτάνου Σελίμ Γ’ και απέκτησε πλούσια στρατιωτική μόρφωση και πείρα κοντά σε μεγάλους Τούρκους στρατηγούς, σε εκστρατείες στην… …   Dictionary of Greek

  • Οσμάν πασάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί αρκετοί παράγοντες του οθωμανικού κράτους. 1. Μέγας βεζύρης της Τουρκίας στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ του Δ’, γιος του κατακτητή της Υεμένης και της Αιθιοπίας Τσερκές Ουζντεμίρ. Υπηρέτησε ως διοικητής στην… …   Dictionary of Greek

  • Ραγήπ πασάς, Μεχμέτ — (1699 – 1763) Μέγας βεζύρης της Τουρκίας, συγγραφέας και ποιητής. Υπηρέτησε σε διάφορες διοικητικές θέσεις και το 1738 διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και στη συνέχεια γενικός διοικητής Αιγύπτου και το 1757 μέγας βεζύρης. Ο Ρ. πασάς είναι ο πρώτος …   Dictionary of Greek

  • Ακίφ πασάς — (1787 – 1845). Τούρκος πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών όταν ήταν βεζίρης ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, ο γνωστός ως Κιουταχής. Αναφέρεται και ως Αακίφ ή Χατζή Ακίφ. Το 1836 παύθηκε από το αξίωμά του, αλλά το 1837 διορίστηκε υπουργός των… …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Κιλίτς — (16ος αι.)Τούρκος ναύαρχος. Έζησε την εποχή των σουλτάνων Σελίμ B’ και Μουράτ Γ’. Διορίστηκε καπετάν πασάς, όταν, με την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, κατάφερε να διασώσει γύρω στις 40 γαλέρες με τις οποίες επέστρεψε …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Τσελεμπί — (αρχές 17ου αι.). Μεγάλος βεζίρης, την εποχή του Οσμάν B’. Ήταν γιος του αντιβασιλιά της Τύνιδας Αχμέτ πασά. Είχε κατά καιρούς διάφορα αξιώματα, έγινε έπειτα καπετάν πασάς (αρχιναύαρχος) και τέλος μεγάλος βεζίρης (1620). Έδειξε μεγάλη σκληρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”